- μεταξοπαραγωγός
- -ό1. (για χώρες) αυτός που παράγει μετάξι, σηροτροφικός («η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μεταξοπαραγωγός χώρα»)2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μεταξοπαραγωγόςαυτός που ασχολείται με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων με σκοπό την παραγωγή και το εμπόριο μεταξιού, αλλ. σηροτρόφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.